καταστατό

καταστατό
το (Α καταστατόν)
το άμυλο
νεοελλ.
1. το αλεύρι που προέρχεται από τον καρπό τού ρυζιού και χρησιμοποιείται για κολλάρισμα υφασμάτων
2. το ρευστό καθίζημα που μένει μετά τον βρασμό
3. η πυτιά τού γιαουρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού άχρηστου στα άλλα γένη ρηματ. επιθ. καταστατός < καθίστημι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταστατό — καταστατό, το και καταστατός, ο 1. το αλεύρι. 2. το αλεύρι από ρύζι, και ειδικά αυτό που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα των υφασμάτων. 3. το ρευστό κατακάθι ύστερα από βρασμό, το καταπότι: Καταστατό από κερόπιτα. 4. η πυτιά του γιαουρτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”