- καταστατό
- το (Α καταστατόν)το άμυλονεοελλ.1. το αλεύρι που προέρχεται από τον καρπό τού ρυζιού και χρησιμοποιείται για κολλάρισμα υφασμάτων2. το ρευστό καθίζημα που μένει μετά τον βρασμό3. η πυτιά τού γιαουρτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού άχρηστου στα άλλα γένη ρηματ. επιθ. καταστατός < καθίστημι].
Dictionary of Greek. 2013.